σβουρίζω

σβουρίζω
αμετ.
1) жужжать (о волчке и т. п.); 2) перен. вертеться волчком

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σβουρίζω" в других словарях:

  • σβουρίζω — Ν [σβούρα] 1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα 2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («τού σβούριξε μία και τού φυγαν τα γυαλιά») …   Dictionary of Greek

  • σβουρίζω — αμτβ., γυρίζω σαν σβούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβούρισμα — το, Ν [σβουρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβουρίζω …   Dictionary of Greek

  • σβουριχτός — ή, ό, Ν [σβουρίζω] 1. περιστρεφόμενος 2. μτφ. γρήγορος και δυνατός 3. το θηλ. ως ουσ. η σβουριχτή δυνατό χαστούκι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»